γυαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυαλίζω < ελληνιστική ὑαλίζω < αρχαία ελληνική ὕαλος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγυαλίζω
- (αμετάβατο) λάμπω, αστράφτω, στίλβω, είμαι γυαλιστερός
- το μαγαζί γυάλιζε από καθαριότητα
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να λάμπει, να είναι γυαλιστερό / αστραφτερό
- γυάλισα τα ασημικά
Εκφράσεις
επεξεργασία- γυαλίζει το μάτι μου : έχω άγρια όψη, έχω οξύθυμη διάθεση
- γυαλίζω τον πάγκο : δε συμμετέχω στους αγώνες, κάθομαι στον πάγκο των αναπληρωματικών
- μου γυαλίζει κάτι : μου προκαλεί το ενδιαφέρον, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυαλίζω | γυάλιζα | θα γυαλίζω | να γυαλίζω | γυαλίζοντας | |
β' ενικ. | γυαλίζεις | γυάλιζες | θα γυαλίζεις | να γυαλίζεις | γυάλιζε | |
γ' ενικ. | γυαλίζει | γυάλιζε | θα γυαλίζει | να γυαλίζει | ||
α' πληθ. | γυαλίζουμε | γυαλίζαμε | θα γυαλίζουμε | να γυαλίζουμε | ||
β' πληθ. | γυαλίζετε | γυαλίζατε | θα γυαλίζετε | να γυαλίζετε | γυαλίζετε | |
γ' πληθ. | γυαλίζουν(ε) | γυάλιζαν γυαλίζαν(ε) |
θα γυαλίζουν(ε) | να γυαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γυάλισα | θα γυαλίσω | να γυαλίσω | γυαλίσει | ||
β' ενικ. | γυάλισες | θα γυαλίσεις | να γυαλίσεις | γυάλισε | ||
γ' ενικ. | γυάλισε | θα γυαλίσει | να γυαλίσει | |||
α' πληθ. | γυαλίσαμε | θα γυαλίσουμε | να γυαλίσουμε | |||
β' πληθ. | γυαλίσατε | θα γυαλίσετε | να γυαλίσετε | γυαλίστε | ||
γ' πληθ. | γυάλισαν γυαλίσαν(ε) |
θα γυαλίσουν(ε) | να γυαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γυαλίσει | είχα γυαλίσει | θα έχω γυαλίσει | να έχω γυαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γυαλίσει | είχες γυαλίσει | θα έχεις γυαλίσει | να έχεις γυαλίσει | έχε γυαλισμένο | |
γ' ενικ. | έχει γυαλίσει | είχε γυαλίσει | θα έχει γυαλίσει | να έχει γυαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γυαλίσει | είχαμε γυαλίσει | θα έχουμε γυαλίσει | να έχουμε γυαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γυαλίσει | είχατε γυαλίσει | θα έχετε γυαλίσει | να έχετε γυαλίσει | έχετε γυαλισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γυαλίσει | είχαν γυαλίσει | θα έχουν γυαλίσει | να έχουν γυαλίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γυαλισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γυαλισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γυαλισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γυαλισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυαλίζομαι | γυαλιζόμουν(α) | θα γυαλίζομαι | να γυαλίζομαι | ||
β' ενικ. | γυαλίζεσαι | γυαλιζόσουν(α) | θα γυαλίζεσαι | να γυαλίζεσαι | (γυαλίζου) | |
γ' ενικ. | γυαλίζεται | γυαλιζόταν(ε) | θα γυαλίζεται | να γυαλίζεται | ||
α' πληθ. | γυαλιζόμαστε | γυαλιζόμαστε γυαλιζόμασταν |
θα γυαλιζόμαστε | να γυαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | γυαλίζεστε | γυαλιζόσαστε γυαλιζόσασταν |
θα γυαλίζεστε | να γυαλίζεστε | (γυαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | γυαλίζονται | γυαλίζονταν γυαλιζόντουσαν |
θα γυαλίζονται | να γυαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γυαλίστηκα | θα γυαλιστώ | να γυαλιστώ | γυαλιστεί | ||
β' ενικ. | γυαλίστηκες | θα γυαλιστείς | να γυαλιστείς | γυαλίσου | ||
γ' ενικ. | γυαλίστηκε | θα γυαλιστεί | να γυαλιστεί | |||
α' πληθ. | γυαλιστήκαμε | θα γυαλιστούμε | να γυαλιστούμε | |||
β' πληθ. | γυαλιστήκατε | θα γυαλιστείτε | να γυαλιστείτε | γυαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | γυαλίστηκαν γυαλιστήκαν(ε) |
θα γυαλιστούν(ε) | να γυαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γυαλιστεί | είχα γυαλιστεί | θα έχω γυαλιστεί | να έχω γυαλιστεί | γυαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις γυαλιστεί | είχες γυαλιστεί | θα έχεις γυαλιστεί | να έχεις γυαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει γυαλιστεί | είχε γυαλιστεί | θα έχει γυαλιστεί | να έχει γυαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γυαλιστεί | είχαμε γυαλιστεί | θα έχουμε γυαλιστεί | να έχουμε γυαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε γυαλιστεί | είχατε γυαλιστεί | θα έχετε γυαλιστεί | να έχετε γυαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γυαλιστεί | είχαν γυαλιστεί | θα έχουν γυαλιστεί | να έχουν γυαλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γυαλισμένος - είμαστε, είστε, είναι γυαλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γυαλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γυαλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γυαλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γυαλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γυαλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γυαλισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταβατικό