άψαλτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άψαλτος | η | άψαλτη | το | άψαλτο |
γενική | του | άψαλτου | της | άψαλτης | του | άψαλτου |
αιτιατική | τον | άψαλτο | την | άψαλτη | το | άψαλτο |
κλητική | άψαλτε | άψαλτη | άψαλτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άψαλτοι | οι | άψαλτες | τα | άψαλτα |
γενική | των | άψαλτων | των | άψαλτων | των | άψαλτων |
αιτιατική | τους | άψαλτους | τις | άψαλτες | τα | άψαλτα |
κλητική | άψαλτοι | άψαλτες | άψαλτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άψαλτος < μεσαιωνική ελληνική ἄψαλτος < α στερητικό και + ψάλλω
Επίθετο
επεξεργασίαάψαλτος,η,ο
- που δεν έχει ψαλθεί, συνήθως για νεκρό που τάφηκε χωρίς να τελεστεί κανονική κηδεία (π.χ. αν αυτοκτόνησε, αν δεν κηδεύτηκε, αν δεν βρέθηκε το πτώμα του κ.λπ.)
- τροπάριο που δεν έχει ψαλθεί ή κάτι άλλο που κανονικά σύμφωνα με το τυπικό πρέπει να ευλογείται με ψαλμούς ή να το "διαβάζει" ο παπάς (π.χ. κόλλυβα)
- (αργκό) αυτός που έχασε πολλά χρήματα ή έπαθε απρόσμενα μεγάλη ζημία
Μεταφράσεις
επεξεργασία άψαλτος
|