άψαλτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άψαλτα < άψαλτος
Επίρρημα επεξεργασία
άψαλτα
- δίχως να ακολουθηθεί η λειτουργία της κηδείας, χωρίς ψαλμούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
άψαλτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
άψαλτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άψαλτο