θάβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θάβω < αρχαία ελληνική θάπτω
Ρήμα
επεξεργασίαθάβω, πρτ.: έθαβα, στ.μέλλ.: θα θάψω, αόρ.: έθαψα, παθ.φωνή: θάβομαι, π.αόρ.: θάφτηκα/τάφηκα/ετάφην, μτχ.π.π.: θαμμένος
- τοποθετώ έναν νεκρό σε τάφο, ενταφιάζω
- κηδεύω, παρίσταμαι και συμμετέχω σε κηδεία
- σκεπάζω με χώμα κάτι που βρίσκεται στην επιφάνεια
- τοποθετώ κάτι μέσα στη γη και το σκεπάζω με χώμα
- αποκρύπτω μια είδηση
- καταστρέφω, προκαλώ μεγάλη ζημιά
- κατακρίνω, κάνω πολύ αρνητική κριτική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τάφος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θάβω | έθαβα | θα θάβω | να θάβω | θάβοντας | |
β' ενικ. | θάβεις | έθαβες | θα θάβεις | να θάβεις | θάβε | |
γ' ενικ. | θάβει | έθαβε | θα θάβει | να θάβει | ||
α' πληθ. | θάβουμε | θάβαμε | θα θάβουμε | να θάβουμε | ||
β' πληθ. | θάβετε | θάβατε | θα θάβετε | να θάβετε | θάβετε | |
γ' πληθ. | θάβουν(ε) | έθαβαν θάβαν(ε) |
θα θάβουν(ε) | να θάβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έθαψα | θα θάψω | να θάψω | θάψει | ||
β' ενικ. | έθαψες | θα θάψεις | να θάψεις | θάψε | ||
γ' ενικ. | έθαψε | θα θάψει | να θάψει | |||
α' πληθ. | θάψαμε | θα θάψουμε | να θάψουμε | |||
β' πληθ. | θάψατε | θα θάψετε | να θάψετε | θάψτε | ||
γ' πληθ. | έθαψαν θάψαν(ε) |
θα θάψουν(ε) | να θάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θάψει | είχα θάψει | θα έχω θάψει | να έχω θάψει | ||
β' ενικ. | έχεις θάψει | είχες θάψει | θα έχεις θάψει | να έχεις θάψει | ||
γ' ενικ. | έχει θάψει | είχε θάψει | θα έχει θάψει | να έχει θάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε θάψει | είχαμε θάψει | θα έχουμε θάψει | να έχουμε θάψει | ||
β' πληθ. | έχετε θάψει | είχατε θάψει | θα έχετε θάψει | να έχετε θάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν θάψει | είχαν θάψει | θα έχουν θάψει | να έχουν θάψει |
|
Οι παθητικοί χρόνοι από το αοριστικό θέμα ταφ- (ετάφην ή τάφηκα, θα ταφώ, έχω ταφεί) χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη σημασία (ενταφιάζω). Για τις άλλες σημασίες χρησιμοποιούνται παθητικοί τύποι από το θέμα θαφτ- (θάφτηκα, θα θαφτώ, έχω θαφτεί).
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θάβομαι | θαβόμουν(α) | θα θάβομαι | να θάβομαι | ||
β' ενικ. | θάβεσαι | θαβόσουν(α) | θα θάβεσαι | να θάβεσαι | ||
γ' ενικ. | θάβεται | θαβόταν(ε) | θα θάβεται | να θάβεται | ||
α' πληθ. | θαβόμαστε | θαβόμαστε θαβόμασταν |
θα θαβόμαστε | να θαβόμαστε | ||
β' πληθ. | θάβεστε | θαβόσαστε θαβόσασταν |
θα θάβεστε | να θάβεστε | (θάβεστε) | |
γ' πληθ. | θάβονται | θάβονταν θαβόντουσαν |
θα θάβονται | να θάβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θάφτηκα | θα θαφτώ | να θαφτώ | θαφτεί | ||
β' ενικ. | θάφτηκες | θα θαφτείς | να θαφτείς | θάψου | ||
γ' ενικ. | θάφτηκε | θα θαφτεί | να θαφτεί | |||
α' πληθ. | θαφτήκαμε | θα θαφτούμε | να θαφτούμε | |||
β' πληθ. | θαφτήκατε | θα θαφτείτε | να θαφτείτε | θαφτείτε | ||
γ' πληθ. | θάφτηκαν θαφτήκαν(ε) |
θα θαφτούν(ε) | να θαφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θαφτεί | είχα θαφτεί | θα έχω θαφτεί | να έχω θαφτεί | θαμμένος | |
β' ενικ. | έχεις θαφτεί | είχες θαφτεί | θα έχεις θαφτεί | να έχεις θαφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει θαφτεί | είχε θαφτεί | θα έχει θαφτεί | να έχει θαφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θαφτεί | είχαμε θαφτεί | θα έχουμε θαφτεί | να έχουμε θαφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε θαφτεί | είχατε θαφτεί | θα έχετε θαφτεί | να έχετε θαφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θαφτεί | είχαν θαφτεί | θα έχουν θαφτεί | να έχουν θαφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θαμμένος - είμαστε, είστε, είναι θαμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θαμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θαμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θαμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θαμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θαμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θαμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενταφιάζω