ενεστώτας bury
γ΄ ενικό ενεστώτα buries
αόριστος buried
παθητική μετοχή buried
ενεργητική μετοχή burying

bury (en)

  1. θάβω, βάζω ένα νεκρό στο έδαφος
    He will be buried in his village.
    Θα τον θάψουν στο χωριό του.
  2. θάβω, κρύβω κάτι στο χώμα
    He buried the treasure.
    Έθαψε το θησαυρό.
    The dog went and buried his bone.
    Ο σκύλος πήγε να κρύψει το κόκκαλό του.
     συνώνυμα: hide
  3. (συνήθως στην παθητική φωνή) θάβω, σκεπάζω κάποιον ή κάτι με χώμα, πέτρες, φύλλα κτλ.
    Three workers were buried under the ruins.
    Τρεις εργάτες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια.
  4. κρύβω, καλύπτω κάτι για να μην φαίνεται
    He buried his face in his hands.
    Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του.
     συνώνυμα: hide

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία