κρύβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρύβω < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή κρύβω < αρχαία ελληνική κρύπτω. Με μεταπλασμό του θέματος κρυψ- όπως τριψ- (ἔτριψα) - τρίβω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɾivo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρύ‐βω
Ρήμα
επεξεργασίακρύβω , πρτ.: έκρυβα, στ.μέλλ.: θα κρύψω, αόρ.: έκρυψα, παθ.φωνή: κρύβομαι, π.αόρ.: κρύφτηκα, μτχ.π.π.: κρυμμένος
- τοποθετώ κάτι σε μέρος όπου δε θα το ανακαλύψουν οι άλλοι
- ο δολοφόνος έκρυψε το μαχαίρι του εγκλήματος στο υπόγειο
- τοποθετώ κάτι σε μέρος τέτοιο ώστε να μην είναι ορατό
- ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να κρύψουν τα βιβλία τους επειδή θα έγραφαν τεστ
- τακτοποιώ, τοποθετώ κάτι σε μέρος ασφαλές ώστε να το χρησιμοποιήσω αργότερα
- (στη μαγειρική) ανοίγω μια τρύπα σ΄ ένα κομμάτι κρέας και βάζω μέσα μπαχαρικό ή κάτι άλλο που δίνει γεύση
- κρύβουμε το σκόρδο μέσα στο κρέας
- καλύπτω κάτι με κάτι άλλο για να μη φαίνεται
- έριξε πάνω της ένα σεντόνι να κρύψει τη γύμνια της
- μπαίνω μπροστά από ένα άλλο αντικείμενο το οποίο πια δεν είναι ορατό
- μη μου κρύβεις τον ήλιο, είπε ο Διογένης στον Αλέξανδρο
- κρατώ κάτι μυστικό από τους άλλους
- έχω στο εσωτερικό μου κάτι που δεν είναι ορατό
- ας ανοίξουμε αυτό το παλιό σεντούκι να δούμε τι θησαυρούς μπορεί να κρύβει
- (μεταφορικά)
- πίσω από το σκληρό παρουσιαστικό κρύβει μια ευαίσθητη ψυχή
Συγγενικά
επεξεργασίακαι δείτε τα παράγωγα & σύνθετά τους
θέμα κρυβ- |
θέμα κρυφ- |
θέμα κρυβ(φ)σ> κρυψ- |
θέμα κρυπτ- |
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρύβω | έκρυβα | θα κρύβω | να κρύβω | κρύβοντας | |
β' ενικ. | κρύβεις | έκρυβες | θα κρύβεις | να κρύβεις | κρύβε | |
γ' ενικ. | κρύβει | έκρυβε | θα κρύβει | να κρύβει | ||
α' πληθ. | κρύβουμε | κρύβαμε | θα κρύβουμε | να κρύβουμε | ||
β' πληθ. | κρύβετε | κρύβατε | θα κρύβετε | να κρύβετε | κρύβετε | |
γ' πληθ. | κρύβουν(ε) | έκρυβαν κρύβαν(ε) |
θα κρύβουν(ε) | να κρύβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκρυψα | θα κρύψω | να κρύψω | κρύψει | ||
β' ενικ. | έκρυψες | θα κρύψεις | να κρύψεις | κρύψε | ||
γ' ενικ. | έκρυψε | θα κρύψει | να κρύψει | |||
α' πληθ. | κρύψαμε | θα κρύψουμε | να κρύψουμε | |||
β' πληθ. | κρύψατε | θα κρύψετε | να κρύψετε | κρύψτε | ||
γ' πληθ. | έκρυψαν κρύψαν(ε) |
θα κρύψουν(ε) | να κρύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρύψει | είχα κρύψει | θα έχω κρύψει | να έχω κρύψει | ||
β' ενικ. | έχεις κρύψει | είχες κρύψει | θα έχεις κρύψει | να έχεις κρύψει | έχε κρυμμένο | |
γ' ενικ. | έχει κρύψει | είχε κρύψει | θα έχει κρύψει | να έχει κρύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρύψει | είχαμε κρύψει | θα έχουμε κρύψει | να έχουμε κρύψει | ||
β' πληθ. | έχετε κρύψει | είχατε κρύψει | θα έχετε κρύψει | να έχετε κρύψει | έχετε κρυμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κρύψει | είχαν κρύψει | θα έχουν κρύψει | να έχουν κρύψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κρυμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κρυμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κρυμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κρυμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρύβομαι | κρυβόμουν(α) | θα κρύβομαι | να κρύβομαι | ||
β' ενικ. | κρύβεσαι | κρυβόσουν(α) | θα κρύβεσαι | να κρύβεσαι | (κρύβου) | |
γ' ενικ. | κρύβεται | κρυβόταν(ε) | θα κρύβεται | να κρύβεται | ||
α' πληθ. | κρυβόμαστε | κρυβόμαστε κρυβόμασταν |
θα κρυβόμαστε | να κρυβόμαστε | ||
β' πληθ. | κρύβεστε | κρυβόσαστε κρυβόσασταν |
θα κρύβεστε | να κρύβεστε | (κρύβεστε) | |
γ' πληθ. | κρύβονται | κρύβονταν κρυβόντουσαν |
θα κρύβονται | να κρύβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρύφτηκα | θα κρυφτώ | να κρυφτώ | κρυφτεί | ||
β' ενικ. | κρύφτηκες | θα κρυφτείς | να κρυφτείς | κρύψου | ||
γ' ενικ. | κρύφτηκε | θα κρυφτεί | να κρυφτεί | |||
α' πληθ. | κρυφτήκαμε | θα κρυφτούμε | να κρυφτούμε | |||
β' πληθ. | κρυφτήκατε | θα κρυφτείτε | να κρυφτείτε | κρυφτείτε | ||
γ' πληθ. | κρύφτηκαν κρυφτήκαν(ε) |
θα κρυφτούν(ε) | να κρυφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κρυφτεί | είχα κρυφτεί | θα έχω κρυφτεί | να έχω κρυφτεί | κρυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις κρυφτεί | είχες κρυφτεί | θα έχεις κρυφτεί | να έχεις κρυφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κρυφτεί | είχε κρυφτεί | θα έχει κρυφτεί | να έχει κρυφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κρυφτεί | είχαμε κρυφτεί | θα έχουμε κρυφτεί | να έχουμε κρυφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κρυφτεί | είχατε κρυφτεί | θα έχετε κρυφτεί | να έχετε κρυφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κρυφτεί | είχαν κρυφτεί | θα έχουν κρυφτεί | να έχουν κρυφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κρυμμένος - είμαστε, είστε, είναι κρυμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κρυμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κρυμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κρυμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κρυμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κρυμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κρυμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρύβω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρύβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας