κρυφακούω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾi.faˈku.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐φα‐κού‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακρυφακούω, -ούς, -ούει, ..., πρτ.: κρυφάκουγα, αόρ.: κρυφάκουσα (χωρίς παθητική φωνή)
- ακούω κρυφά, χωρίς να με αντιλαμβάνονται
- ⮡ έχει την κακή συνήθεια να κρυφακούει πίσω από την πόρτα
Συνώνυμα
επεξεργασία- αφτιάζομαι
- βάζω αφτί
- λαθρακούω
- ωτακουστώ
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κρυφός και ακούω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρυφακούω | κρυφάκουγα | θα κρυφακούω | να κρυφακούω | κρυφακούγοντας | |
β' ενικ. | κρυφακούς | κρυφάκουγες | θα κρυφακούς | να κρυφακούς | κρυφάκου / κρυφάκουγε | |
γ' ενικ. | κρυφακούει | κρυφάκουγε | θα κρυφακούει | να κρυφακούει | ||
α' πληθ. | κρυφακούμε | κρυφακούγαμε | θα κρυφακούμε | να κρυφακούμε | ||
β' πληθ. | κρυφακούτε | κρυφακούγατε | θα κρυφακούτε | να κρυφακούτε | κρυφακούετε | |
γ' πληθ. | κρυφακούνε | κρυφάκουγαν κρυφακούγανε |
θα κρυφακούνε | να κρυφακούνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρυφάκουσα | θα κρυφακούσω | να κρυφακούσω | κρυφακούσει | ||
β' ενικ. | κρυφάκουσες | θα κρυφακούσεις | να κρυφακούσεις | κρυφάκουσε | ||
γ' ενικ. | κρυφάκουσε | θα κρυφακούσει | να κρυφακούσει | |||
α' πληθ. | κρυφακούσαμε | θα κρυφακούσουμε | να κρυφακούσουμε | |||
β' πληθ. | κρυφακούσατε | θα κρυφακούσετε | να κρυφακούσετε | κρυφακούστε | ||
γ' πληθ. | κρυφάκουσαν κρυφακούσαν(ε) |
θα κρυφακούσουν(ε) | να κρυφακούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρυφακούσει | είχα κρυφακούσει | θα έχω κρυφακούσει | να έχω κρυφακούσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρυφακούσει | είχες κρυφακούσει | θα έχεις κρυφακούσει | να έχεις κρυφακούσει | ||
γ' ενικ. | έχει κρυφακούσει | είχε κρυφακούσει | θα έχει κρυφακούσει | να έχει κρυφακούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρυφακούσει | είχαμε κρυφακούσει | θα έχουμε κρυφακούσει | να έχουμε κρυφακούσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρυφακούσει | είχατε κρυφακούσει | θα έχετε κρυφακούσει | να έχετε κρυφακούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρυφακούσει | είχαν κρυφακούσει | θα έχουν κρυφακούσει | να έχουν κρυφακούσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κρυφακούω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας