Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυφακούω < κρυφ(ο)- + ακούω

κρυφακούω, -ούς, -ούει, ..., πρτ.: κρυφάκουγα, αόρ.: κρυφάκουσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία