Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφτιάζομαι < αφτί + -ιάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αφτιάζομαι

  1. (λαϊκότροπο) ακούω κάτι εντείνοντας την προσοχή μου προς αυτό τον σκοπό
  2. (λαϊκότροπο) φοβάμαι ακούγοντας κάποιον ήχο ή θόρυβο (ίσως και ανύπαρκτο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη αφτί

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία