αφτιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααφτιάζομαι
- (λαϊκότροπο) ακούω κάτι εντείνοντας την προσοχή μου προς αυτό τον σκοπό
- (λαϊκότροπο) φοβάμαι ακούγοντας κάποιον ήχο ή θόρυβο (ίσως και ανύπαρκτο)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφτί
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφτιάζομαι | αφτιαζόμουν(α) | θα αφτιάζομαι | να αφτιάζομαι | ||
β' ενικ. | αφτιάζεσαι | αφτιαζόσουν(α) | θα αφτιάζεσαι | να αφτιάζεσαι | (αφτιάζου) | |
γ' ενικ. | αφτιάζεται | αφτιαζόταν(ε) | θα αφτιάζεται | να αφτιάζεται | ||
α' πληθ. | αφτιαζόμαστε | αφτιαζόμαστε αφτιαζόμασταν |
θα αφτιαζόμαστε | να αφτιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αφτιάζεστε | αφτιαζόσαστε αφτιαζόσασταν |
θα αφτιάζεστε | να αφτιάζεστε | (αφτιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αφτιάζονται | αφτιάζονταν αφτιαζόντουσαν |
θα αφτιάζονται | να αφτιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφτιάστηκα | θα αφτιαστώ | να αφτιαστώ | αφτιαστεί | ||
β' ενικ. | αφτιάστηκες | θα αφτιαστείς | να αφτιαστείς | αφτιάσου | ||
γ' ενικ. | αφτιάστηκε | θα αφτιαστεί | να αφτιαστεί | |||
α' πληθ. | αφτιαστήκαμε | θα αφτιαστούμε | να αφτιαστούμε | |||
β' πληθ. | αφτιαστήκατε | θα αφτιαστείτε | να αφτιαστείτε | αφτιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αφτιάστηκαν αφτιαστήκαν(ε) |
θα αφτιαστούν(ε) | να αφτιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφτιαστεί | είχα αφτιαστεί | θα έχω αφτιαστεί | να έχω αφτιαστεί | αφτιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αφτιαστεί | είχες αφτιαστεί | θα έχεις αφτιαστεί | να έχεις αφτιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφτιαστεί | είχε αφτιαστεί | θα έχει αφτιαστεί | να έχει αφτιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφτιαστεί | είχαμε αφτιαστεί | θα έχουμε αφτιαστεί | να έχουμε αφτιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφτιαστεί | είχατε αφτιαστεί | θα έχετε αφτιαστεί | να έχετε αφτιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφτιαστεί | είχαν αφτιαστεί | θα έχουν αφτιαστεί | να έχουν αφτιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφτιάζομαι
|