εντείνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εντείνω < αρχαία ελληνική ἐντείνω < ἐν + τείνω
Ρήμα
επεξεργασία
εντείνω (παθητική φωνή: εντείνομαι)
- κάνω κάτι πιο έντονο και δυνατό
- (μεταφορικά) επιδεινώνω