εντατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντατικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐντατικός (που διεγείρει σεξουαλικά) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική intense)[1] → δείτε και τη λέξη ένταση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.da.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντα‐τι‐κός
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐τα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεντατικός, -ή, -ό
- που γίνεται με ένταση
- ο χαρακτηρισμός για δραστηριότητα που γίνεται με μεγάλη ένταση, για να μειωθεί ο χρόνος επίτευξης του αποτελέσματος ή να αυξηθεί το παραγόμενο αποτέλεσμα
- ⮡ εντατική καλλιέργεια
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εντατικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εντατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας