intensive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | intensive |
συγκριτικός | more intensive |
υπερθετικός | most intensive |
Ετυμολογία
επεξεργασίαintensive < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική intensif < λατινική intensivus < intendere
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαintensive (en)
- εντατικός, για ενέργεια, δράση κτλ. που γίνεται με πολλή ένταση
- ⮡ intensive studying/training - εντατική μελέτη/εκγύμναση
- εντατικός, που εξαρτάται από την εφαρμογή ειδικών μεθόδων και από τη χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων
- ⮡ intensive farming/agriculture - εντατική καλλιέργεια
- (συνήθως σε σύνθετα) που συγκεντρώνει ή χρησιμοποιεί πολύ ένα συγκεκριμένο πράγμα
- ⮡ energy-intensive global cryptocurrency creation - ενεργοβόρα η παγκόσμια δημιουργία κρυπτονομισμάτων