παραθετικά
θετικός intensive
συγκριτικός more intensive
υπερθετικός most intensive

  Ετυμολογία

επεξεργασία

intensive < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική intensif < λατινική intensivus < intendere

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈtɛnsɪv/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

intensive (en)

  1. εντατικός, για ενέργεια, δράση κτλ. που γίνεται με πολλή ένταση
    ⮡  intensive studying/training - εντατική μελέτη/εκγύμναση
  2. εντατικός, που εξαρτάται από την εφαρμογή ειδικών μεθόδων και από τη χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων
    ⮡  intensive farming/agriculture - εντατική καλλιέργεια
  3. (συνήθως σε σύνθετα) που συγκεντρώνει ή χρησιμοποιεί πολύ ένα συγκεκριμένο πράγμα
    ⮡  energy-intensive global cryptocurrency creation - ενεργοβόρα η παγκόσμια δημιουργία κρυπτονομισμάτων

Δείτε επίσης

επεξεργασία