intensively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | intensively |
συγκριτικός | more intensively |
υπερθετικός | most intensively |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαintensively (en)
- εντατικά
- ⮡ I work intensively.
- Εργάζομαι εντατικά.
- ⮡ I work intensively.