Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
intensively
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
intensively
συγκριτικός
more
intensively
υπερθετικός
most
intensively
Ετυμολογία
επεξεργασία
intensively
<
intensive
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
intensively
(en)
εντατικά
⮡
I work
intensively
.
Εργάζομαι
εντατικά
.
Πηγές
επεξεργασία
intensively
-
Oxford Learner's Dictionaries