Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεργοβόρος η ενεργοβόρα το ενεργοβόρο
      γενική του ενεργοβόρου της ενεργοβόρας του ενεργοβόρου
    αιτιατική τον ενεργοβόρο την ενεργοβόρα το ενεργοβόρο
     κλητική ενεργοβόρε ενεργοβόρα ενεργοβόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεργοβόροι οι ενεργοβόρες τα ενεργοβόρα
      γενική των ενεργοβόρων των ενεργοβόρων των ενεργοβόρων
    αιτιατική τους ενεργοβόρους τις ενεργοβόρες τα ενεργοβόρα
     κλητική ενεργοβόροι ενεργοβόρες ενεργοβόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενεργοβόρος < ενέργεια + -ο- + -βόρος ( < αρχαία ελληνική βιβρώσκω: τρώω)

  Επίθετο επεξεργασία

ενεργοβόρος -α -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία