ενεργοβόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενεργοβόρος -α -ο
- που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ενέργειας για να λειτουργήσει ή να παραχθεί
- ※ Ενεργοβόρα η παγκόσμια δημιουργία κρυπτονομισμάτων (εφ. Το Βήμα, 17/2/2018)