labor-intensive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | labor-intensive |
συγκριτικός | more labor-intensive |
υπερθετικός | most labor-intensive |
labor-intensive (en)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- labor-intensive στην αγγλική Βικιπαίδεια