εντατικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντατικοποιώ < εντατικός + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intensifier)
Ρήμα
επεξεργασίαεντατικοποιώ (παθητική φωνή: εντατικοποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εντατικοποιημένος
- εντατικοποίηση
- → δείτε τις λέξεις εντατικός, τείνω και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εντατικοποιώ | εντατικοποιούσα | θα εντατικοποιώ | να εντατικοποιώ | εντατικοποιώντας | |
β' ενικ. | εντατικοποιείς | εντατικοποιούσες | θα εντατικοποιείς | να εντατικοποιείς | (εντατικοποίει) | |
γ' ενικ. | εντατικοποιεί | εντατικοποιούσε | θα εντατικοποιεί | να εντατικοποιεί | ||
α' πληθ. | εντατικοποιούμε | εντατικοποιούσαμε | θα εντατικοποιούμε | να εντατικοποιούμε | ||
β' πληθ. | εντατικοποιείτε | εντατικοποιούσατε | θα εντατικοποιείτε | να εντατικοποιείτε | εντατικοποιείτε | |
γ' πληθ. | εντατικοποιούν(ε) | εντατικοποιούσαν(ε) | θα εντατικοποιούν(ε) | να εντατικοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εντατικοποίησα | θα εντατικοποιήσω | να εντατικοποιήσω | εντατικοποιήσει | ||
β' ενικ. | εντατικοποίησες | θα εντατικοποιήσεις | να εντατικοποιήσεις | εντατικοποίησε | ||
γ' ενικ. | εντατικοποίησε | θα εντατικοποιήσει | να εντατικοποιήσει | |||
α' πληθ. | εντατικοποιήσαμε | θα εντατικοποιήσουμε | να εντατικοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | εντατικοποιήσατε | θα εντατικοποιήσετε | να εντατικοποιήσετε | εντατικοποιήστε | ||
γ' πληθ. | εντατικοποίησαν εντατικοποιήσαν(ε) |
θα εντατικοποιήσουν(ε) | να εντατικοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εντατικοποιήσει | είχα εντατικοποιήσει | θα έχω εντατικοποιήσει | να έχω εντατικοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εντατικοποιήσει | είχες εντατικοποιήσει | θα έχεις εντατικοποιήσει | να έχεις εντατικοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εντατικοποιήσει | είχε εντατικοποιήσει | θα έχει εντατικοποιήσει | να έχει εντατικοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εντατικοποιήσει | είχαμε εντατικοποιήσει | θα έχουμε εντατικοποιήσει | να έχουμε εντατικοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εντατικοποιήσει | είχατε εντατικοποιήσει | θα έχετε εντατικοποιήσει | να έχετε εντατικοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εντατικοποιήσει | είχαν εντατικοποιήσει | θα έχουν εντατικοποιήσει | να έχουν εντατικοποιήσει |
|