• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εντατικοποίηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντατικοποίηση οι εντατικοποιήσεις
      γενική της εντατικοποίησης* των εντατικοποιήσεων
    αιτιατική την εντατικοποίηση τις εντατικοποιήσεις
     κλητική εντατικοποίηση εντατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εντατικοποίηση < εντατικοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντατικοποίηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εντατικοποιώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εντατικοποίηση
  • αγγλικά : intensification (en)
  • γαλλικά : intensification (fr)
  • γερμανικά : Intensivierung (de), Verstärkung (de)
  • ιταλικά : intensificazione (it)
  • φινλανδικά : kovennus (fi), vahvennus (fi)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εντατικοποίηση&oldid=5471372"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας