εντατικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντατικοποίηση | οι | εντατικοποιήσεις |
γενική | της | εντατικοποίησης* | των | εντατικοποιήσεων |
αιτιατική | την | εντατικοποίηση | τις | εντατικοποιήσεις |
κλητική | εντατικοποίηση | εντατικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντατικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εντατικοποίηση < εντατικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εντατικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εντατικοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εντατικοποίηση