intensify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | intensify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | intensifies |
αόριστος | intensified |
παθητική μετοχή | intensified |
ενεργητική μετοχή | intensifying |
Ρήμα
επεξεργασίαintensify (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εντείνω, αυξάνομαι σε βαθμό ή δύναμη· αυξάνω κάτι σε βαθμό ή δύναμη