ενεστώτας intensify
γ΄ ενικό ενεστώτα intensifies
αόριστος intensified
παθητική μετοχή intensified
ενεργητική μετοχή intensifying

intensify (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) εντείνω, αυξάνομαι σε βαθμό ή δύναμη· αυξάνω κάτι σε βαθμό ή δύναμη
    ⮡  Emboldened by the failure of their opponents, they intensified their efforts.
    Ενθαρρυμένοι από την αποτυχία των αντιπάλων τους, ενέτειναν τις προσπάθειές τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase