Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εντατικοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εντατικοποιημέν
ος
η
εντατικοποιημέν
η
το
εντατικοποιημέν
ο
γενική
του
εντατικοποιημέν
ου
της
εντατικοποιημέν
ης
του
εντατικοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
εντατικοποιημέν
ο
την
εντατικοποιημέν
η
το
εντατικοποιημέν
ο
κλητική
εντατικοποιημέν
ε
εντατικοποιημέν
η
εντατικοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εντατικοποιημέν
οι
οι
εντατικοποιημέν
ες
τα
εντατικοποιημέν
α
γενική
των
εντατικοποιημέν
ων
των
εντατικοποιημέν
ων
των
εντατικοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
εντατικοποιημέν
ους
τις
εντατικοποιημέν
ες
τα
εντατικοποιημέν
α
κλητική
εντατικοποιημέν
οι
εντατικοποιημέν
ες
εντατικοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εντατικοποιημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εντατικοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εντατικοποιημένος
αγγλικά
:
intensified
(en)