προεντείνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεντείνω < ελληνιστική κοινή προεντείνω
Ρήμα επεξεργασία
προεντείνω (παθητική φωνή: προεντείνομαι)
- (τεχνολογία) υποβάλλω τεχνητά ένα υλικό σε καταπόνηση, ώστε να ελέγξω την μελλοντική ασφάλειά του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεντείνω
|