↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντεταμένος η εντεταμένη το εντεταμένο
      γενική του εντεταμένου της εντεταμένης του εντεταμένου
    αιτιατική τον εντεταμένο την εντεταμένη το εντεταμένο
     κλητική εντεταμένε εντεταμένη εντεταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντεταμένοι οι εντεταμένες τα εντεταμένα
      γενική των εντεταμένων των εντεταμένων των εντεταμένων
    αιτιατική τους εντεταμένους τις εντεταμένες τα εντεταμένα
     κλητική εντεταμένοι εντεταμένες εντεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εντεταμένος < αρχαία ελληνική ἐντεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐντείνω

εντεταμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία