Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

consuming (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
consuming consumings

consuming (en)

  Επίθετο επεξεργασία

consuming (en)

  1. ο καταναλωτικός
  2. (προγραμματισμός) consuming code: το πρόγραμμα (πχ. συνάρτηση) που περιμένει τα αποτελέσματα άλλων προγραμμάτων (producing code) για να τα επεξεργαστεί [1]
     αντώνυμα: producing code

Εκφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) JavaScript Promises. Πρόσβαση 2020-11-17.