consuming
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
consuming (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
consuming | consumings |
consuming (en)
Επίθετο επεξεργασία
consuming (en)
- ο καταναλωτικός
- (προγραμματισμός) consuming code: το πρόγραμμα (πχ. συνάρτηση) που περιμένει τα αποτελέσματα άλλων προγραμμάτων (producing code) για να τα επεξεργαστεί [1]
Εκφράσεις επεξεργασία
- energy consuming: ενεργοβόρος
- time-consuming: χρονοβόρος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Promises. Πρόσβαση 2020-11-17.