code
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
code (en)
- κώδικας π.χ. κώδικας επικοινωνίας
- (πληροφορική) πηγαίος κώδικας ενός προγράμματος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
- (πληροφορική) γράφω κώδικα, προγραμματίζω
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
code | codes |
code (fr) αρσενικό