Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkəʊdɛks/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

codex (en), πληθυντικός: codices ή codexes

  1. κώδικας, αρχαίο χειρόγραφο βιβλίο
  2. επίσημος κατάλογος φαρμάκων και φαρμακευτικών ουσιών



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

codex < caudex < πρωτοϊταλικό *kaud-ek- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keh2u-d-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

codex (la)