κωδικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κωδικός < κώδικας
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κωδικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στον κώδικα
- κωδική λέξη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κωδικός αρσενικό
- (πληροφορική) εν συντομία ο κωδικός πρόσβασης
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κωδικός