Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

kodo < kod- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kodo kodoj
αιτιατική kodon kodojn

kodo (eo)

  1. ο κωδικός
    jen estas via kodo - ορίστε ο κωδικός σας
  2. ο κώδικας
  3. (πληροφορική) ο κώδικας ενός λογισμικού
    libere disvastigata kodo - κώδικας που μοιράζεται ελεύθερα