πηγαίος κώδικας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηγαίος κώδικας < αγγλική source code
- → δείτε τη λέξη πηγαίος και κώδικας
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πηγαίος κώδικας αρσενικό
- (πληροφορική) το κείμενο κώδικα προγράμματος γραμμένο σε γλώσσα προγραμματισμού. Ονομάζεται έτσι γιατί από αυτόν δημιουργείται με τη χρήση μεταγλωττιστή ή διερμηνευτή ο αντικειμενικός κώδικας ή ο εκτελέσιμος κώδικας
επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηγαίος κώδικας