πηγαίος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πηγαίος | η | πηγαία | το | πηγαίο |
γενική | του | πηγαίου | της | πηγαίας | του | πηγαίου |
αιτιατική | τον | πηγαίο | την | πηγαία | το | πηγαίο |
κλητική | πηγαίε | πηγαία | πηγαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πηγαίοι | οι | πηγαίες | τα | πηγαία |
γενική | των | πηγαίων | των | πηγαίων | των | πηγαίων |
αιτιατική | τους | πηγαίους | τις | πηγαίες | τα | πηγαία |
κλητική | πηγαίοι | πηγαίες | πηγαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πηγαίος < αρχαία ελληνική πηγαῖος < πηγή
Επίθετο Επεξεργασία
πηγαίος
- (κυριολεκτικά) που πηγάζει ή προέρχεται από πηγή
- (μεταφορικά) αυθεντικός, αυθόρμητος, αβίαστος
Επεξεργασία
- πηγαία
- πηγαιότητα
- → δείτε τη λέξη πηγή
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
- πηγαίος κώδικας: (πληροφορική) ο κώδικας που εισάγει ο προγραμματιστής στον υπολογιστή σε γλώσσα προγραμματισμού