προγραμματιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προγραμματιστής < προγραμματίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική programmateur & αγγλική programmer)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προγραμματιστής αρσενικό (θηλυκό: προγραμματίστρια)
- αυτός που προγραμματίζει, που δημιουργεί προγράμματα…
- …σχολικά ωρολόγια προγράμματα
- (πληροφορική, επάγγελμα) …ηλεκτρονικών υπολογιστών ή υπολογιστικών συστημάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προγραμματιστής