↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προγραμματιστής οι προγραμματιστές
      γενική του προγραμματιστή των προγραμματιστών
    αιτιατική τον προγραμματιστή τους προγραμματιστές
     κλητική προγραμματιστή προγραμματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προγραμματιστής < προγραμματίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική programmateur & αγγλική programmer)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προγραμματιστής αρσενικό (θηλυκό: προγραμματίστρια)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία