• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πηγαιότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηγαιότητα οι πηγαιότητες
      γενική της πηγαιότητας των πηγαιοτήτων
    αιτιατική την πηγαιότητα τις πηγαιότητες
     κλητική πηγαιότητα πηγαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πηγαιότητα < πηγαίος + -ότητα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πηγαιότητα θηλυκό

  • (λόγιο) (σπάνιο) ο αυθορμητισμός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πηγαιότητα
  • → δείτε τη λέξη αυθορμητισμός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πηγαιότητα&oldid=5276610"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Σεπτεμβρίου 2021, στις 07:11
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2021, στις 07:11.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie