πηγαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπηγαίο
- πηγαίος, στην αιτιατική του ενικού
πηγαίο, ουδέτερο του πηγαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
πηγαίο
πηγαίο, ουδέτερο του πηγαίος