Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πηγαίο

  1. πηγαίος, στην αιτιατική του ενικού

πηγαίο, ουδέτερο του πηγαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού