naturel
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- naturel < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
naturel | naturels |
naturel (fr) αρσενικό
- το φυσικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | naturel | naturels |
θηλυκό | naturelle | naturelles |
naturel (fr)