Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, το ουδέτερο του φυσικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσικό ουδέτερο

  1. χαρακτηριστικό της προσωπικότητας με το οποίο κάποιος έχει γεννηθεί (π.χ. ταλέντο) ή συνήθεια
    Τι να κάνουμε, έχει άσχημα φυσικά (συνήθειες)
    Το κάνει από φυσικού του (αυθόρμητα ή χωρίς να έχει εκπαιδευτεί, έχει ταλέντο ή φυσική κλίση προς αυτό που κάνει)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ζωγραφίζει εκ του φυσικού: ζωγραφίζει βλέποντας το θέμα του και όχι από μνήμης ή χρησιμοποιώντας τη φαντασία του

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φυσικό