φυσικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, το ουδέτερο του φυσικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσικό ουδέτερο
- χαρακτηριστικό της προσωπικότητας με το οποίο κάποιος έχει γεννηθεί (π.χ. ταλέντο) ή συνήθεια
- Τι να κάνουμε, έχει άσχημα φυσικά (συνήθειες)
- Το κάνει από φυσικού του (αυθόρμητα ή χωρίς να έχει εκπαιδευτεί, έχει ταλέντο ή φυσική κλίση προς αυτό που κάνει)
Εκφράσεις
επεξεργασία- ζωγραφίζει εκ του φυσικού: ζωγραφίζει βλέποντας το θέμα του και όχι από μνήμης ή χρησιμοποιώντας τη φαντασία του
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυσικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφυσικό