natural
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | natural |
συγκριτικός | more natural |
υπερθετικός | most natural |
natural (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) φυσικός, όχι τεχνητός, που υπάρχει στη φύση και δεν δημιουργείται από τον άνθρωπο
- ⮡ natural forces - φυσικές δυνάμεις
- ⮡ natural laws - φυσικοί νόμοι
- ⮡ natural phenomena - φυσικά φαινόμενα
- ⮡ the natural resources of a country - οι φυσικοί πόροι μιας χώρας
- για φαγητό χωρίς προσμείξεις
- φυσικός, φυσιολογικός, όπως θα περίμενα
- έμφυτος, εκ φύσεως, για συμπεριφορά ή ικανότητες με τις οποίες γεννήθηκε ένα άτομο ή ένα ζώο
- ⮡ He has a natural musical talent.
- Έχει έμφυτο μουσικό ταλέντο.
- ⮡ He’s a natural orator.
- Είναι εκ φύσεως ρήτορας.
- ⮡ He has a natural musical talent.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
natural | naturals |
natural (en)
- είμαι γεννημένος να, για ταλέντο που ως προς μια ιδιότητά του γεννήθηκε με αυτήν, την εκδηλώνει αυθόρμητα, του "βγαίνει" φυσικά
- ⮡ She is a natural for the role.
- Είναι γεννημένη για τον ρόλο.
- ⮡ She is a natural for the role.
- (μουσική) φυσική νότα