• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

natural

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Πολυλεκτικοί όροι
    • 1.3 Ουσιαστικό
  • 2 Ισπανικά (es)
    • 2.1 Επίθετο
  • 3 Πορτογαλικά (pt)
    • 3.1 Επίθετο

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

natural < παλαιά γαλλική natural < λατινική naturalis < natus < nascor

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

natural (en)

  1. φυσικός, όχι τεχνητός
  2. χωρίς προσμείξεις
  3. φυσιολογικός, κανονικός, αναμενόμενος

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  • natural logarithm

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

natural (en)

  1. με ταλέντο, που ως προς μια ιδιότητά του γεννήθηκε με αυτήν, την εκδηλώνει αυθόρμητα, του "βγαίνει" φυσικά
  2. αυτόχθων



Ισπανικά (es)Επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
natural naturales

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

natural (es)

  • φυσικός, φυσιολογικός



Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
natural naturais

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

natural (pt)

  • ο φυσικός, ο φυσιολογικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=natural&oldid=5651401"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιανουαρίου 2023, στις 13:10
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιανουαρίου 2023, στις 13:10.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie