πρόσμειξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσμειξη | οι | προσμείξεις |
γενική | της | πρόσμειξης* | των | προσμείξεων |
αιτιατική | την | πρόσμειξη | τις | προσμείξεις |
κλητική | πρόσμειξη | προσμείξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσμείξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόσμειξη < αρχαία ελληνική πρόσμειξις < προσμείγνυμι ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική admixture)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόσμειξη θηλυκό
- η προσθήκη μιας ουσίας σε άλλη και η ανάμειξή τους
- οι ξένες ουσίες που περιέχονται σ’ ένα μετάλλευμα ή ορυκτό