πρόσμειξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόσμειξῐς | αἱ | προσμείξεις |
γενική | τῆς | προσμείξεως | τῶν | προσμείξεων |
δοτική | τῇ | προσμείξει | ταῖς | προσμείξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πρόσμειξῐν | τὰς | προσμείξεις |
κλητική ὦ! | πρόσμειξῐ | προσμείξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσμείξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσμειξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόσμειξις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσμειξις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πρόσμειξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσμειξις, πρόσμιξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.