• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προσθήκη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσθήκη οι προσθήκες
      γενική της προσθήκης των προσθηκών
    αιτιατική την προσθήκη τις προσθήκες
     κλητική προσθήκη προσθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσθήκη < αρχαία ελληνική προσθήκη < προσ- + -θήκη < τίθημι

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈsθi.ci/ & /pɾosˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σθή‐κη
παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐θή‐κη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσθήκη θηλυκό

  1. η πρόσθεση επιπλέον στοιχείων
  2. ό,τι προστίθεται
    άλλες μορφές: πρόσθημα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις προσθέτω, προς και θέτω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    προσθήκη
  • αγγλικά : addition (en), accession (en)
  • γαλλικά : ajout (fr), rajout (fr), adjonction (fr),
  • εσπεράντο : aldonaĵo (eo), aldono (eo)
  • πολωνικά : dodawanie (pl)
  • σερβικά : додатак (sr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προσθήκη&oldid=7017565"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Φεβρουαρίου 2025, στις 10:06

Γλώσσες

    • English
    • Italiano
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Φεβρουαρίου 2025, στις 10:06.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας