adjonction
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
adjonction | adjonctions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαadjonction (fr) θηλυκό
- η προσθήκη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη adjoindre
ενικός | πληθυντικός |
adjonction | adjonctions |
adjonction (fr) θηλυκό