ενικός         πληθυντικός  
addition additions

  Ετυμολογία

επεξεργασία

addition < παλαιά γαλλική adition

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

addition (en)

  1. η προσθήκη, κάτι που προστίθεται σε κάτι άλλο
    ⮡  the new addition to the team - η νέα προσθήκη για την ομάδα
  2. (μη μετρήσιμο) η πρόσθεση, η προσθήκη, η ενέργεια του προσθέτω
    ⮡  The addition or removal of a word can radically change the meaning of what’s being said.
    Η πρόσθεση ή η αφαίρεση μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα των λεγομένων.
  3. (αμερικανική σημασία) η προσθήκη, ένα νέο τμήμα που προστίθεται σε ένα κτίριο
    ⮡  the new addition to the hospital - η νέα προσθήκη στο νοσοκομείο
     συνώνυμα: extension (βρετανικά αγγλικά)
  4. (μη μετρήσιμο, αριθμητική) η πρόσθεση
    ⮡  Do this simple addition.
    Κάνε αυτή την απλή πρόσθεση.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

addition < παλαιά γαλλική adition < λατινικά additionem

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.di.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

addition (fr)