addition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
addition | additions |
Ετυμολογία
επεξεργασίαaddition < παλαιά γαλλική adition
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaddition (en)
- η προσθήκη, κάτι που προστίθεται σε κάτι άλλο
- ⮡ the new addition to the team - η νέα προσθήκη για την ομάδα
- (μη μετρήσιμο) η πρόσθεση, η προσθήκη, η ενέργεια του προσθέτω
- ⮡ The addition or removal of a word can radically change the meaning of what’s being said.
- Η πρόσθεση ή η αφαίρεση μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα των λεγομένων.
- ⮡ The addition or removal of a word can radically change the meaning of what’s being said.
- (αμερικανική σημασία) η προσθήκη, ένα νέο τμήμα που προστίθεται σε ένα κτίριο
- ⮡ the new addition to the hospital - η νέα προσθήκη στο νοσοκομείο
- ≈ συνώνυμα: extension (βρετανικά αγγλικά)
- (μη μετρήσιμο, αριθμητική) η πρόσθεση
- ⮡ Do this simple addition.
- Κάνε αυτή την απλή πρόσθεση.
- ⮡ Do this simple addition.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαaddition < παλαιά γαλλική adition < λατινικά additionem
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaddition (fr)
- (αριθμητική) η πρόσθεση