addition
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
addition | additions |
Ετυμολογία επεξεργασία
addition < παλαιά γαλλική adition
Ουσιαστικό επεξεργασία
addition (en)
- (αριθμητική) η πρόσθεση
- η προσθήκη
- ↪ the new addition to the team
- η νέα προσθήκη για την ομάδα
- ↪ the new addition to the team
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
addition < παλαιά γαλλική adition < λατινικά additionem
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
addition (fr)
- (αριθμητική) η πρόσθεση