ενικός         πληθυντικός  
addition additions

  Ετυμολογία

επεξεργασία

addition < παλαιά γαλλική adition

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

addition (en)

  1. (αριθμητική) η πρόσθεση
  2. η προσθήκη
    the new addition to the team
    η νέα προσθήκη για την ομάδα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

addition < παλαιά γαλλική adition < λατινικά additionem

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.di.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

addition (fr)