ενικός         πληθυντικός  
addition additions

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

addition (en)

  1. η προσθήκη, κάτι που προστίθεται σε κάτι άλλο
      the new addition to the team - η νέα προσθήκη για την ομάδα
  2. (μη μετρήσιμο) η πρόσθεση, η προσθήκη, η ενέργεια του προσθέτω
      The addition or removal of a word can radically change the meaning of what’s being said.
    Η πρόσθεση ή η αφαίρεση μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα των λεγομένων.
  3. (αμερικανική σημασία) η προσθήκη, ένα νέο τμήμα που προστίθεται σε ένα κτίριο
      the new addition to the hospital - η νέα προσθήκη στο νοσοκομείο
     συνώνυμα: extension (βρετανικά αγγλικά)
  4. (μη μετρήσιμο, αριθμητική) η πρόσθεση
      Do this simple addition.
    Κάνε αυτή την απλή πρόσθεση.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία