ενικός         πληθυντικός  
extension extensions

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

extension (en)

  1. η επέκταση
  2. η επέκταση, νέο τμήμα που προστίθεται σε ένα κτίριο
      Plans for our extension have been submitted for approval.
    Τα σχέδια για την επέκτασή μας έχουν υποβληθεί για έγκριση.
     συνώνυμα: addition
  3. η παράταση, επιπλέον χρονικό διάστημα που επιτρέπεται για κάτι
      an extension of leave/vacation - παράταση άδειας/διακοπών
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επέκταση, η προέκταση, η αύξηση σε μήκος ή σε έκταση, το να επεκτείνω ή να προεκτείνω κάτι· κάτι που εκταθεί ή προεκταθεί
      The extension of the subway will take several months.
    Η επέκταση του μετρό θα διαρκέσει αρκετούς μήνες.
      The New Egnatia is the extension of the Egnatia road.
    Η Νέα Εγνατία είναι η προέκταση της Εγνατίας οδού.
      Spaces for sports and recreation will be created with the extension of the beach.
    Χώροι άθλησης και αναψυχής θα δημιουργηθούν στην προέκταση της παραλίας.
  5. η προέκταση καλωδίου
     συνώνυμα: extension cord

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
extension extensions

extension (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη étendre