aldonaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldonaĵo | aldonaĵoj |
αιτιατική | aldonaĵon | aldonaĵojn |
aldonaĵo (eo)
- η προσθήκη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldonaĵo | aldonaĵoj |
αιτιατική | aldonaĵon | aldonaĵojn |
aldonaĵo (eo)