accession
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaccession (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ak.sɛ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
accession | accessions |
accession (fr) θηλυκό
accession (en)
ενικός | πληθυντικός |
accession | accessions |
accession (fr) θηλυκό