Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
accession
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Προφορά
2.2
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
accession
<
λατινική
accessio
<
accedo
Ουσιαστικό
επεξεργασία
accession
(en)
η
προσχώρηση
(π.χ. σε μια ένωση κρατών, μια συμμαχία κλπ)
η
προσθήκη
(π.χ. σε μια συλλογή, ένα αρχείο, μία αποθήκη υλικού κλπ)
η
ανάρρηση
(στο θρόνο, στην εξουσία)
η
αύξηση
, το
μεγάλωμα
(πχ.χ μιας περιουσίας ή των εδαφών ενός κράτους
η
εμφάνιση
μιας αρρώστιας
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ak.sɛ.sjɔ̃
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
accession
accessions
accession
(fr)
θηλυκό
προσχώρηση
η
ανάρρηση