προσχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσχώρηση | οι | προσχωρήσεις |
γενική | της | προσχώρησης* | των | προσχωρήσεων |
αιτιατική | την | προσχώρηση | τις | προσχωρήσεις |
κλητική | προσχώρηση | προσχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσχώρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσχώρη(σις) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσχώρηση θηλυκό
- η ενέργεια του προσχωρώ, η ένταξη σε έναν οργανισμό, κόμμα, ιδεολογία, ρεύμα, η αποδοχή και συμφωνία με μια άποψη