• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προσχώρηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Συνώνυμα
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσχώρηση οι προσχωρήσεις
      γενική της προσχώρησης* των προσχωρήσεων
    αιτιατική την προσχώρηση τις προσχωρήσεις
     κλητική προσχώρηση προσχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσχώρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσχώρη(σις) + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσχώρηση θηλυκό

  • η ενέργεια του προσχωρώ, η ένταξη σε έναν οργανισμό, κόμμα, ιδεολογία, ρεύμα, η αποδοχή και συμφωνία με μια άποψη

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ένταξη, ενσωμάτωση, προσάρτηση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    προσχώρηση
  • γαλλικά : adhésion (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προσχώρηση&oldid=6725557"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Μαΐου 2024, στις 14:31

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Μαΐου 2024, στις 14:31.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας