Δείτε επίσης: προσχωρῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσχωρῶ, συνηρημένος τύπος του προσχωρέω < προσ- + χωρέω / χωρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

προσχωρώ, αόρ.: προσχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. εντάσσομαι σε ένα σύνολο αποδεχόμενος τις αρχές και τις θέσεις του
  2. συμφωνώ, υιοθετώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία