αποδεχόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδεχόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αποδέχομαι
Μετοχή επεξεργασία
αποδεχόμενος, -η, -ο
- αυτός που αποδέχεται κάτι
- Αποδεχόμενοι τη συνθήκη του Μάαστριχτ, αποδέχτηκαν ουσιαστικά και συνταγματικές αλλαγές και εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας