Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδεχόμενος η αποδεχόμενη το αποδεχόμενο
      γενική του αποδεχόμενου της αποδεχόμενης του αποδεχόμενου
    αιτιατική τον αποδεχόμενο την αποδεχόμενη το αποδεχόμενο
     κλητική αποδεχόμενε αποδεχόμενη αποδεχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδεχόμενοι οι αποδεχόμενες τα αποδεχόμενα
      γενική των αποδεχόμενων των αποδεχόμενων των αποδεχόμενων
    αιτιατική τους αποδεχόμενους τις αποδεχόμενες τα αποδεχόμενα
     κλητική αποδεχόμενοι αποδεχόμενες αποδεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδεχόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αποδέχομαι

  Μετοχή επεξεργασία

αποδεχόμενος, -η, -ο

  1. αυτός που αποδέχεται κάτι
Αποδεχόμενοι τη συνθήκη του Μάαστριχτ, αποδέχτηκαν ουσιαστικά και συνταγματικές αλλαγές και εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας
  1. που γίνεται δεκτός για τα μίνιμουμ στάνταρτ που πληροί
    αποδεχόμενη μονάδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία