accepting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαaccepting (en)
- δεκτικός, δέχομαι εύκολα, εκείνος που αποδέχεται, που χαρακτηρίζεται από την τάση να είναι βολικός
- ⮡ He is accepting of new ideas.
- Είναι δεκτικός στις νέες ιδέες.
- ⮡ I am accepting of new ideas.
- Δέχομαι εύκολα τις νέες ιδέες.
- ⮡ He is accepting of new ideas.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαaccepting (en)