Δείτε επίσης: δεικτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκτικός η δεκτική το δεκτικό
      γενική του δεκτικού της δεκτικής του δεκτικού
    αιτιατική τον δεκτικό τη δεκτική το δεκτικό
     κλητική δεκτικέ δεκτική δεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκτικοί οι δεκτικές τα δεκτικά
      γενική των δεκτικών των δεκτικών των δεκτικών
    αιτιατική τους δεκτικούς τις δεκτικές τα δεκτικά
     κλητική δεκτικοί δεκτικές δεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκτικός < δέχομαι

  Επίθετο επεξεργασία

δεκτικός, -ή, -ό

  • που έχει την τάση ή τη δυνατότητα να δέχεται κάτι καινούριο, διαφορετικό, άλλες απόψεις και προτάσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία