δεικτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεικτικός < Πρότυπο:καυστικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δει‐κτι‐κός
- ομόηχο: δηκτικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δεικτικός, -ή, -ό
- που χρησιμοποιείται για να δείξουμε κάτι (και γραμματική)
- ↪ το «αυτός» και το «εκείνος» είναι δεικτικές αντωνυμίες
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δεικτικός