demonstrative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- demonstrative < demonstrate + -ive
Επίθετο
επεξεργασίαdemonstrative (en)
- (γραμματική) δεικτικός
- ↪ Called demonstrative pronouns, they are used to show something.
- Δεικτικές αντωνυμίες ονομάζονται αυτές που χρησιμοποιούνται για να δείξουμε κάτι.
- ↪ Called demonstrative pronouns, they are used to show something.