accepté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accepté | acceptés |
θηλυκό | acceptée | acceptées |
accepté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accepté | acceptés |
θηλυκό | acceptée | acceptées |
accepté (fr)