δεκτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δεκτός | η | δεκτή | το | δεκτό |
γενική | του | δεκτού | της | δεκτής | του | δεκτού |
αιτιατική | τον | δεκτό | τη | δεκτή | το | δεκτό |
κλητική | δεκτέ | δεκτή | δεκτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δεκτοί | οι | δεκτές | τα | δεκτά |
γενική | των | δεκτών | των | δεκτών | των | δεκτών |
αιτιατική | τους | δεκτούς | τις | δεκτές | τα | δεκτά |
κλητική | δεκτοί | δεκτές | δεκτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδεκτός, -ή, -ό
- που τον δέχεται κάποιος στην έδρα του λειτουργήματός του
- ο νέος πρεσβευτής έγινε δεκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
- για άποψη ή πρόταση που την δέχεται κάποιος ως συζητήσιμη
- Δεκτό(ν): μονολεκτική απάντηση σε άποψη ή πρόταση που προηγήθηκε